- ερμογενειακός
- -ή, -ό (AM ἑρμογενειακός, -ή, -όν) [Ερμογένης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ερμογένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ερμογενειακός Κώδικας — (Hermogenianus Codex). Συλλογή που περιέχει διατάξεις των αυτοκρατόρων του ρωμαϊκού κράτους. Η συλλογή συντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος από τον νομικό Ερμογένη το 314 324 μ.Χ. και αποτελεί συμπλήρωμα μιας άλλης συλλογής του Γρηγοριανού… … Dictionary of Greek